Είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις για τον θάνατο.
Ειδικά για τον θάνατο ενός επιφανούς προσώπου.
Οικειοποιείσαι την φήμη του, το μεγαλείο του και πουλάς μούρη εξ αντανακλάσεως με επικηδείους άνευ σημασίας.
Είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις και για το θάνατο «προσφιλούς προσώπου». Προβάλεις πάνω στο γεγονός του θανάτου του τα δικά σου συναισθήματα. Και ουσιαστικά δεν μιλάς για τον θανόντα παρά για τη δική σου απώλεια. Έτσι είναι ο θάνατος υποκειμενικός.
Στην ηλικία μου ο θάνατος αρχίζει το ψιλόβροχο.
Γύρω-γύρω άνθρωποι με τους οποίους σχετίζομαι, λίγο ή περισσότερο, τελειώνουν.
Αυτός ο θάνατος για τον οποίο δεν μπορείς να μιλήσεις, είναι ο θάνατος των ανθρώπων με τους οποίους σχετίζεσαι λίγο. Που όσο κι αν τους εκτιμάς, δεν είναι «επιφανείς» κι όσο κι αν τους συμπαθείς, δεν είναι «προσφιλείς».
Τέτοιος θάνατος ενέσκηψε εχθές. Ο πατέρας της νύφης μου πέθανε. Ο παππούς του βαφτιστηριού μου. Ούτε μεγάλος πολύ, μα ούτε και νεαρός, 70 χρονών, ο άνθρωπος αυτός, είχε ένα μέτριο θάνατο όπως και μια μέτρια ζωή. Ο θάνατος αυτός, μ’ έκανε να σκεφτώ, πως ο θάνατος δεν περιγράφεται. Όχι γιατί με δυσκολεύει το συναισθηματικό παραπέτασμα να τον αντιληφθώ. Παρά γιατί η ουσία του παραμένει άγνωστη. Κι όσο κι αν προσπαθήσω να τον περιγράψω, μόνο παρομοιάζοντάς τον με άλλες έννοιες μπορώ να τον σημαδέψω λίγο.
Αυτό είναι και το κοινό του χαρακτηριστικό με την αγάπη. Ούτε αυτή περιγράφεται.
Αναζήτησα ένα ποίημα για τον ξερό μέτριο θάνατο ενός απλού αξιοπρεπούς «μη προσφιλούς» ανθρώπου. Δεν βρήκα. Οι ποιητές γράφουν για πρόσωπα που τους προκαλούν πάθος.
Κι έτσι, ελπίζοντας η Αστραδενή να μην θυμώσει, σας στέλνω στο δικό της το ποίημα, που αν και δεν μιλάει για τέτοιο θάνατο, του αξίζει πολύ να το δείτε και να το εκτιμήσετε. Είναι μόνο του αφορμή για στοχασμό.